- τιθάσευμα
- τῐθᾰσ-ευμα, ατος, τό,A device for taming, Porph.Abst.1.9 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθάσευμα — ατος, τὸ, ΜΑ [τιθασεύω] τρόπος ή μέσο για εξημέρωση … Dictionary of Greek
τιθασεύματα — τιθάσευμα device for taming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)